- ἀειναής
- ἀει-νᾰής, ές, = sq., Nic.Fr. 78, in [dialect] Ep. dat. pl. ἀειναέεσσι.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αειναής — ἀειναής, ές (Α) (και στον επικ. τ. δοτ. πληθ. ἀειναέεσσι) ο αέναος* … Dictionary of Greek
ἀειναέεσσι — ἀειναής masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)